-
1 σύντροφος
σύντροφ-ος, ον,A brought up together with, τινι Hdt.1.99;ὦ Κύπριδι.. καὶ Χάρισι.. ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach. 989
(lyr.); also c. gen., foster-brother,οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43
J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase,τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2
; freq. of domestic animals,σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65
; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν ς. X.Mem.2.3.4;ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11
; κυνίδιον ς. Plu.Aem.10;ὄρνις Luc.Lex.6
: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj. 861; of like habits with oneself, Pl.Lg. 949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 ([place name] Teos), cf. 3142.3 ([place name] Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN 1161b34.2 generally, living with,τοῖς φονεῦσι S.El. 1190
; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph. 171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT 1119 (lyr.);γυμνασίῳ Plu.2.130c
; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen.,σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9
; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.).3 of things, habitual,νόσημα Hp.
Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ς. the congenital property of nature, Pl.Plt. 273b; πῦρ τὸ ς. innate heat, Hp. de Arte12; σ. τινί natural to,χυμῷ Id.Off.11
;φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29
;ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158
S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ ς. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph. 203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., - φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32.II [voice] Act., joint-herd, fellow-herdsman,τῆς ἀγέλης Pl.Plt. 267e
.2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing.., Pl.Lg. 845d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντροφος
См. также в других словарях:
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek